- κρειττούμαι
- κρειττοῡμαι, -όομαι (Α) [κρείττων](για την άμπελο) αναπτύσσω παρά φύση υπέρμετρη βλάστηση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κρείσσων — και κρείττων, ον (AM, Α ιων. τ. κρέσσων, ον, δωρ. τ. κάρρων, ον, κρητ. τ κάρτων, ον) 1. καλύτερος, ανώτερος ως προς τη θέση, την αξία κ.λπ. («νεῑκος δὲ κρεσσόνων ἀποθέσθ ἄπορον», Πίνδ.) 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ κρείσσονα ή κρείττονα ή… … Dictionary of Greek
κρείττωσις — κρείττωσις, ἡ (Α) [κρειττούμαι] νόσος τής αμπέλου που συνίσταται στην παρά φύση υπέρμετρη ανάπτυξη βλαστών, λόγω τής οποίας ατροφούν και πέφτουν οι ρώγες («ἡ δὲ κρείττωσις, οἷον ἀντισπᾱν καὶ μεθιστάναι τὴν τροφήν ὥστε ἐξ ἀμφοτέρων εὔλογον… … Dictionary of Greek